πολυανδρία

πολυανδρία
η
1. η ύπαρξη περισσότερων αντρών: Σε πολλούς λαούς παρατηρείται πολυανδρία.
2. θεσμός κατά τον οποίο μια γυναίκα μπορεί να έχει πολλούς άντρες.
3. (βοτ.), το να υπάρχουν πολλοί στήμονες σε ένα άνθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυανδρία — πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc/acc dual πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίᾳ — πολυανδρίᾱͅ , πολυανδρία populousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρία — η, ΝΑ πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.) νεοελλ. 1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες 2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους 3. βοτ. η ύπαρξη πολλών… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνδρια — πολυάνδριον of neut nom/voc/acc pl πολυάνδριος of neut nom/voc/acc pl πολυανδρεῖον common burial place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίας — πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem acc pl πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίαν — πολυανδρίᾱν , πολυανδρία populousness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • гробище — ГРОБИЩ|Е (9), А с. Погребальная пещера, гробница: и обѣчерисѩ въниде въ гробища идольска˫а спать. и бѣша тѹ кости идольска˫а ветхы. и въземъ ѥдинѹ положи подъ главою си. ПрЛ XIII, 92г; ѹноша… зѣло много зла створь. и лютѣ съгрѣшивъ гробища крадъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνδριος — ον, Α [πολύανδρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες β) νεκροταφείο πολλών ανδρών 3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» η πορνεία β) «πολυάνδριος τάφος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”