πολυανδρία — πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc/acc dual πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίᾳ — πολυανδρίᾱͅ , πολυανδρία populousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρία — η, ΝΑ πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.) νεοελλ. 1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες 2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους 3. βοτ. η ύπαρξη πολλών… … Dictionary of Greek
πολυάνδρια — πολυάνδριον of neut nom/voc/acc pl πολυάνδριος of neut nom/voc/acc pl πολυανδρεῖον common burial place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίας — πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem acc pl πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίαν — πολυανδρίᾱν , πολυανδρία populousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
гробище — ГРОБИЩ|Е (9), А с. Погребальная пещера, гробница: и обѣчерисѩ въниде въ гробища идольска˫а спать. и бѣша тѹ кости идольска˫а ветхы. и въземъ ѥдинѹ положи подъ главою си. ПрЛ XIII, 92г; ѹноша… зѣло много зла створь. и лютѣ съгрѣшивъ гробища крадъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… … Dictionary of Greek
πολυάνδριος — ον, Α [πολύανδρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες β) νεκροταφείο πολλών ανδρών 3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» η πορνεία β) «πολυάνδριος τάφος»… … Dictionary of Greek